- εστιουχώ
- ἑστιουχῶ, -έω (Α) [εστιούχος]1. έχω, κατέχω την εστία2. μτφ. είμαι προστάτης, κυβερνήτης, προΐσταμαι, εποπτεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑστιούχῳ — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut dat sg ἑστιού̱χῳ , ἑστιοῦχος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)